Τα σημεία των καιρών μας κατά τον Νίκο Κοτζιά, καθηγητή Πολιτικών θεωριών και Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, μπορούν να μας οδηγήσουν «είτε στην κατάθλιψη, είτε στην εξέγερση». Θα μπορούσα να προσθέσω, “είτε και στα δύο”, ταυτόχρονα ή σε ακολουθία. Φαίνεται να διανύουμε μια δυσαρμονική φάση της νεώτερης ιστορίας μας, ενδεχομένως παράγωγο -μεταξύ άλλων- της παθητικής μοιρολατρίας και της μαζικής λήθης στην έχουμε εκπέσει. Η ιστορία, μάς διδάσκει πως όλες οι υπερβάσεις, ατομικές ή συλλογικές, γεννήθηκαν μέσω μιας πηγαίας διάθεσης για διεκδίκηση του καλύτερου δυνατού μέλλοντος. Οι πιο σκεπτικιστές αναφέρονται στην διαδικασία οραματισμού ως ουτοπισμό. Ίσως όμως ο οραματισμός να είναι μια νοοτροπία που χρησιμοποιούμε συχνότερα από όσο νομίζουμε στην ζωή μας και ίσως να είναι αυτός που θα μας βοηθήσει να αντικαταστήσουμε την πιθανότητα «κατάθλιψης ή εξέγερσης» με ένα ρεύμα ατομικής και κατά προέκταση, Ομαδικής έμπρακτης δημιουργικότητας.
Η «ουτοπία» είναι λέξη που προέρχεται από το μυθιστόρημα του Σερ Τόμας Μορ, «Of the Best State of a republic, and the new island Utopia» (1516) όπου περιγράφεται ένα νησί στον Ατλαντικό Ωκεανό που χαρακτηρίζεται από ένα «άρτιο» πολιτικό-κοινωνικό και νομικό σύστημα. Το μυθιστόρημα λέγεται πως βασίστηκε στην ‘Πολιτεία’ του Πλάτωνα. Η ετοιμολογία του ίδιου του όρου προέρχεται από τις λέξεις ‘ου’ και ‘τόπος’ (ένας ανύπαρκτος τόπος δηλαδή). Ως εκ τούτου, αποκαλώντας ένα όραμα «ουτοπία» υποτιμούμε την δυνητικότητά του και άρα, χαρακτηρίζουμε τον φορέα του ονειροπόλο.
Όπως και στην περίπτωση τόσων άλλων διεγερτικών ιδεών οικουμενικού ενδιαφέροντος, έτσι και στην περίπτωση του Οραματισμού, γνωμοδοτούν τακτικά, μέλη και φορείς του επιστημονικού και του πνευματικού κόσμου. Πολλές φορές, η χρήση του όρου φέρει αποχρώσεις μεταφυσικής που αλλοιώνουν το κύρος της πραγματικής έννοιας η οποία ορίζεται ως η «δημιουργία ενός εξιδανικευμένου στόχου στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες του ανθρώπου ή αποβλέπουν οι ενέργειές του». Ορίζεται όμως και ως η «οπτική αντίληψη που δημιουργείται στη συνείδηση χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι εξωτερικοί ερεθισμοί». Αν και ο ορισμός δεν είναι σαφής (καθότι ο ίδιος ορισμός θα μπορούσε να αναφέρεται στη μορφογένεση της φαντασίας) αναφέρεται στην παραίσθηση και έτσι, παραπλανεί οποιονδήποτε συντηρητικό διανοούμενο, ειδικά όταν η διαδικασία του οραματισμού, φέρεται να συμμετέχει στην διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αν αποδεχθούμε την θεωρία του Τέρενς Μακένα, ότι η κατανάλωση φυσικών παραισθησιογόνων ουσιών όπως τα μανιτάρια και μερικά είδη φυτών ήταν κοινή πρακτική στα προϊστορικά χρόνια και συνετέλεσε στην ανάπτυξη της συλλογικής μας συνείδησης τότε, ακόμα και ο ρόλος της παραίσθησης αξίζει περισσότερης προσοχής. Για την ώρα όμως, ας μείνουμε νηφάλιοι και ας εστιάσουμε στον πρώτο ορισμό του οραματισμού χρησιμοποιώντας μερικά παραδείγματα.
Εάν την εποχή του Πυθαγόρα και αργότερα του Αριστοτέλη και του Ερατοσθένη δεν υπήρχε το όραμα για την ανακάλυψη της αλήθειας και τελικά, δε διατυπωνόταν η θεωρία πως η Γή είναι στρογγυλή, ίσως να μην γεννιόταν ποτέ το όραμα των εξερευνητών του μέλλοντος να ταξιδέψουν και να το διαπιστώσουν. Οι αδερφοί Ράιτ επινόησαν το πρώτο αεροπλάνο επειδή από την παιδική τους ηλικία, είχαν το κοινό όραμα να πετάξουν. Η Τεχνολογία αναπτύχθηκε δραστικά, όταν η αμερικανική κυβέρνηση διατύπωσε το Όραμα να στείλει επανδρωμένη αποστολή στο Φεγγάρι. Η Ελλάδα απελευθερώθηκε από την Οθωμανική κατοχή όταν το Όραμα της απελευθέρωσης κινητοποίησε μαζικά το εγχώριο δυναμικό. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, άτομα ή ομάδες ατόμων άντλησαν αποφασιστικότητα από το πάθος της κατάκτησης ενός ανώτερου σκοπού και υπερπήδησαν τεράστια εμπόδια.
Ο οραματισμός δε γνωρίζει προθέσεις. Για παράδειγμα, η ανακάλυψη της ατομικής ενέργειας η οποία γεννήθηκε από το όραμα δημιουργίας ενέργειας, αξιοποιήθηκε για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας η οποία γεννήθηκε από το στόχο υποδούλωσης και κατατρομοκράτησης ενός πιο αδύναμου λαού με όραμα την κυριαρχία στον πλανήτη. Οι περισσότερες αυτοκρατορίες τις ιστορίας γεννήθηκαν από το όραμα της παντοδυναμίας και του εκπολιτισμού στο όνομα του οποίου έγιναν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ίσως βέβαια, να μας αφορά περισσότερο ο οραματισμός που επιδεικνύουν τα εγχώρια λαμόγια για κατάκτηση με κάθε μέσο μιας άνετης, απροβλημάτιστης και πολυτελούς διαβίωσης, περιφρονώντας το κόστος για το σύνολο και ο οραματισμός μίας μερίδας ισχυρών ανθρώπων που βλέπουν το μέλλον της ανθρωπότητας σαν το ανθρώπινο δυναμικό κάποιας πολυεθνικής εταιρίας.
Ένα όραμα, μπορεί να είναι το κίνητρο που οδηγεί την μελλοντική δράση κάθε φιλόδοξης οντότητας. Αν αποδεχθεί κανείς ως δεδομένη την άλλοτε, αρχετυπική τάση των παιδιών να μιμούνται τους ήρωες τους (γιατρός, αστροναύτης, δάσκαλος κλπ.), αντιλαμβάνεται πως ο οραματισμός εμπεριέχει την ζωτική δύναμη και το απαραίτητο πάθος για την διεκδίκηση εξιδανικευμένων στόχων. Εμπόδιο στη διεκδίκηση τέτοιων στόχων μπορεί να είναι η πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται ένας παροπλισμένος μεσήλικας. Στην «πραγματικότητα» όμως, σχεδόν διαισθανόμαστε ότι οποιαδήποτε υπέρβαση είναι το αποτέλεσμα της μάχης ενάντια στην συμβατικότητα, την μετριότητα και την καθημερινή μοιρολατρία.
Ίσως να υπάρχουν και άλλοι συνοδοιπόροι του παρόντος που διαπιστώνουν πως δεν υπάρχει ίχνος οράματος για την χώρα που ζούμε. Φαίνεται πως τελικά, η μετριοπάθεια έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά στην ατομική και συλλογική μας συνείδηση που οποιαδήποτε απόκλιση από αυτήν αντιμετωπίζεται με χλευασμό και απόρριψη από το σύστημα. Διαισθάνομαι ότι ένας νέος οραματιστής έχει επί του παρόντος περισσότερο θέση σε τηλεοπτικές εκπομπές μαζικής αποβλάκωσης και γελοιοποίησης παρά στα έδρανα της βουλής.
Ίσως να έφτασε η στιγμή να μοιραστούμε το Όραμά μας για την χώρα που ζούμε και για τον κόσμο που μας φιλοξενεί. Τι προσδοκούμε για το μέλλον μας; Πώς θέλουμε να είναι η ζωή στον τόπο που ζούμε σε εκατό χρόνια; Πώς θα θέλαμε να ζούνε τα παιδιά μας στο μέλλον; Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ανώτερος σκοπός που θα μας κινητοποιήσει μαζικά; Δεν μας έφτασαν διακόσια χρόνια αρχαιομανίας και μεμψιμοιρίας; Κανείς δεν θα μας οδηγήσει μαζικά στην Γή της επαγγελίας εάν εμείς δεν έχουμε βρει προηγουμένως την θέληση να οραματιστούμε και να διεκδικήσουμε το καλύτερο δυνατό μέλλον για εμάς, τους ανθρώπους που αγαπούμε, την κοινωνία που ζούμε, τον τόπο και τέλος, ολόκληρο τον πλανήτη.