Πολλής λόγος γίνεται για τις πρόσφατες εξελίξεις στο μείζον ζήτημα της παιδείας. Πανεπιστημιακά Ιδρύματα και σχολεία, απειλούνται αν μη τι άλλο από ανεύθυνες και επιπόλαιες πολιτικές. Μέσα από συζητήσεις με συναδέλφους και φοιτητές στο Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Σύρο, αναγνωρίστηκε η ανάγκη να είμαστε περισσότερο εξωστρεφείς προς την κοινωνία καταθέτοντας την δικές μας απόψεις, αντισταθμίζοντας έτσι έμμεσα την στρέβλωση της πραγματικότητας που καλλιεργούν τα ΜΜΕ.
Με αυτή την πρόθεση, μέλη της Ακαδημαϊκής μας κοινότητας μοιράζονται τις σκέψεις τους σε μια «ενδοοικογενειακή» πρωτοβουλία με τον τίτλο «300 λέξεις για την παιδεία».
Ένα από τα προβλήματα που μας απασχόλησε είναι το γεγονός που περιγράφει ο Βασίλης Μουλιανίτης (Διδάσκων 407/80) «Ενώ στο προεκλογικό (και μετεκλογικό) πρόγραμμα του κόμματος που κυβερνά τον τόπο αυτό, αναγράφεται επί λέξει ότι στόχος είναι η αύξηση των δαπανών και η δημόσια και δωρεάν παιδεία, με πρόσχημα το ΔΝΤ γίνεται ακριβώς το αντίθετο. Το ΕΣΥΠ, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης, εξετάζει όλες τις εναλλακτικές και προσπαθεί να βρει «μαύρο» εργατικό δυναμικό για το κενό που θα δημιουργήσει η πολιτική αυτή.»
Πολλοί συμμερίζονται τον κίνδυνο, όπως λέει ο κ. Μουλιανίτης «Αν συνεχίσουμε με αυτό τον ρυθμό να δημιουργηθεί μια γενιά πολιτών η οποία θα χαλιναγωγείται σύμφωνα με τις ορέξεις του κεφαλαίου και των κατευθυνόμενων πολιτικών. Μια γενιά γεμάτη πτυχία που θα παραδώσει άνευ όρων όσα κερδήθηκαν με αίμα από απλούς εργάτες με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο».
Η αίσθηση του επείγοντος επιτείνεται από το γεγονός ότι «ενώ συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου (μερικής ή πλήρους απασχόλησης) καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες κατά 75% σε ορισμένα τμήματα, στα πλαίσια της «οικονομικής εξυγίανσης», οι πόροι μειώνονται χωρίς όμως οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες που αφορούν την εκπαίδευση να έχουν αλλάξει.»
Η άποψη αυτή ανήκει στην αίσθηση που υπάρχει πως αν περάσει το επικείμενο νομοσχέδιο, θα μεταβούμε σε μία μη αναστρέψιμη νέα πραγματικότητα για την παιδεία. Σύμφωνα με το κείμενο διαβούλευσης το οποίο απέστειλε το Υπουργείο παιδείας και παρουσιάζει τον σχεδιασμό της κυβέρνησης για το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης πολλοί (μεταξύ των οποίων και εγώ) διακρίνουν έναν απώτερο σκοπό όπως τον περιγράφει ο κ. Νίκος Ζαχαρόπουλος (Λέκτορας υπό διορισμό – μέλος ΔΕΠ), «Το υπουργείο προωθεί ένα αποικιοκρατικό πρότυπο εκπαίδευσης κατά το οποίο εδώ και χρόνια οι πολιτικές ηγεσίες προετοιμάζουν σταδιακά την παιδεία για ένα απροκάλυπτο ρόλο εγγυητή του κοινωνικού συστήματος μέσω, εν μέρει, της παραγωγής ειδικευμένης εργατικής δύναμης. Έτσι, η εστίαση στην χρησιμοθηρική, άμεσα εξαργυρώσιμη γνώση υποβάλει τους απόφοιτους σε μια διαδικασία “δια βίου μάθησης”, δηλ., σεμιναριακής εργαλειακής εκπαίδευσης και εργασιακής ανασφάλειας μέσω της ακύρωσης των “μίας χρήσης” δεξιοτήτων τους.»
Η πολιτική αυτή κατά την άποψη του κ. Ζαχαρόπουλου, «στερεί την ικανότητα της σκέψης έτσι ώστε διδάσκοντες και διδασκόμενοι να χάνουμε τον προσανατολισμό μας μέσα σε ένα λαβύρινθο διαδικασιών και τεχνικών. Περιθωριοποιείται η μάθηση που αναδεικνύει τις σχέσεις του εαυτού μας με τον φυσικό κόσμο και τον δημόσιο βίο. Οι μαθητές/ φοιτητές αντιμετωπίζονται ως άδεια δοχεία που πρέπει να γεμίσουν με προκαθορισμένη γνώση και ανταμείβονται στον βαθμό που πληρούν τα κριτήρια αναισθησίας – αφασίας: anotherbrickinthewall.»
Με αφορμή το θέμα αυτό, η κ. Αθηνά Μάγειρα (Διδάσκουσα 407/80) συμβάλλει με ένα απόσπασμα από ανοιχτή επιστολή καθηγητή του πανεπιστημίου Brandeisπρος τον πρόεδρο του αμερικανικού πανεπιστημίου StateUniversityofNewYorkatAlbany σχετικά με την κατάργηση τμημάτων του Πανεπιστημίου στις ανθρωπιστικές και κλασικές σπουδές, στις αρχές του ακαδημαϊκού έτους 2010/11.
«…μου φαίνεται πως αποτελεί εσφαλμένη αντίληψη η ιδέα πως ένα πανεπιστήμιο θα πρέπει να λειτουργεί σαν επιχείρηση. Δε λέω πως δε θα πρέπει να έχει συνετή διαχείριση, αλλά η ιδέα πως κάθε πανεπιστήμιο θα πρέπει να αυτοσυντηρείται είναι μια ιδέα που έρχεται σε σύγκρουση με τον ίδιο τον ρόλο του πανεπιστημίου. Φαίνεται πως εκτιμάτε προγράμματα σχετικά με την επιχειρηματικότητα – και πρακτικά μαθήματα τα οποία μπορεί να παράγουν καινοτόμο έργο για το οποίο θα έχετε την πνευματική ιδιοκτησία – περισσότερο από «παλιομοδίτικα» προγράμματα σπουδών. Αλλά τα πανεπιστήμια δεν είναι μόνο για να ανακαλύπτουν και να κεφαλαιοποιούν τη νέα γνώση. Οφείλουν επίσης να διατηρούν τη γνώση από το να χαθεί στο πέρασμα του χρόνου και αυτό είναι κάτι το οποίο απαιτεί χρηματική επένδυση.»
Σκιαγραφώντας δύο ακραίους αφορισμούς που προέρχονται από μερίδες της ευρύτερης Ακαδημαϊκής κοινότητας, ο κ. Σπύρος Βοσινάκης (Λέκτορας – μέλος ΔΕΠ) παρατηρεί «Στην Ελλάδα δεν μας αρέσουν πολύ οι διαβαθμίσεις, προτιμούμε να διακρίνουμε τα πράγματα σε άσπρα και μαύρα. Έτσι και με τα Ελληνικά πανεπιστήμια. Από τη μία ακούγεται η άποψη ότι εμείς τα κάνουμε όλα καλά και ούτε αξιολογήσεις έχουμε ανάγκη ούτε τα πρότυπα του εξωτερικού χρειάζεται να ακολουθήσουμε και ότι το μόνο μας πρόβλημα είναι η υποχρηματοδότηση. Από την άλλη λέγεται ότι τα πανεπιστήμια είναι κέντρα διαφθοράς, οικογενειοκρατίας και παράγεται χαμηλής ποιότητας διδακτικό και ερευνητικό έργο.»
Μία από τις προτάσεις τις κυβέρνησης αφορά στην αξιολόγηση των Πανεπιστημίων για την οποία πολλά μέλη Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων αντιδρούν. Πολλοί αντιδρούσαν ανέκαθεν επί της αρχής. Ακόμα και άλλοι όμως που θα ήταν δεκτικοί σε μια τέτοια πρακτική, αντιδρούν με τα συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης που προτείνει το Υπ. Παιδείας. Ωστόσο, υπάρχουν φωνές που επικαλούνται μια πιο ψύχραιμη λογική. Όπως λέει ο κ. Παναγιώτης Κουτσαμπάσης (Λέκτορας – μέλος ΔΕΠ) «Σε μια διαδικασία αξιολόγησης δεν είναι ορθολογικό να εστιάζουμε μόνο στα δυνητικά προβλήματα, αν θέλουμε να είμαστε εποικοδομητικοί. Θα πρέπει να εντοπίσουμε αυτά με τα οποία συμφωνούμε, να διευκρινίσουμε αυτά που δεν καταλαβαίνουμε, να επιχειρηματολογήσουμε εκεί που διαφωνούμε. Τόσο απλά, χωρίς φωνές, κραυγές και συνθήματα. Μπορούμε; Δυστυχώς όχι. Είμαστε προκατειλημμένοι.»… «Κατά τη γνώμη μου είναι ευθύνη της εκάστοτε κυβέρνησης να προτείνει αλλαγές και να τις εφαρμόζει. Και αν θέλουμε να ζούμε σε μια ευνομούμενη πολιτεία είναι δική μας ευθύνη να εφαρμόζουμε τους νόμους (το πνεύμα τους) ακόμα κι αν διαφωνούμε με αυτούς. Αν όλοι μας εφαρμόζαμε τους νόμους σε αυτή τη χώρα, δεν θα είχαμε φτάσει στη βαθειά κοινωνική κρίση που βρισκόμαστε σήμερα.».
Το πρόβλημα με τα Πανεπιστήμια είναι σίγουρα πολυπαραγοντικό. Σίγουρα αν όλα ήταν άρτια, κανένα πρόσχημα της κυβέρνησης και καμία σοφιστεία των ΜΜΕ δεν θα απειλούσε το μέλλον της δημόσιας, δωρεάν εκπαίδευσης. Ωστόσο, είναι σημαντικό να δομηθεί ένα αξιόπιστο σύστημα βάσει του οποίου θα μπορούμε να διακρίνουμε περιπτώσεις όπου υπάρχουν, όπως λέει εκ πείρας ο κ. Βοσινάκης «άνθρωποι, ομάδες και εργαστήρια που παράγουν υψηλής ποιότητας έρευνα, διδάσκοντες με πραγματικό ενδιαφέρον να μεταδώσουν τη γνώση και την εμπειρία τους στους φοιτητές και τμήματα που προσφέρουν ουσιαστικές σπουδές.» και ίσως με αυτό τον τρόπο να διεκδικήσουμε την εξυγίανση της ζοφερής εικόνας όπου «το πανεπιστήμιο μοιάζει με μια μεγάλη «παιδική χαρά». Φοιτητές που δεν έχουν πατήσει ποτέ στα έδρανα, που κλείνουν τμήματα με τη βία, που προπηλακίζουν καθηγητές, που «χτίζουν» πόρτες γραφείων, που καθορίζουν τα αποτελέσματα προεδρικών και πρυτανικών εκλογών μετά από συναλλαγές με πολιτικά κόμματα και νεολαίες. Καθηγητές που διορίζονται και εξελίσσονται με ανύπαρκτο ερευνητικό έργο, γιατί είναι καλοί και υπάκουοι ψηφοφόροι στα συλλογικά όργανα και τους αγαπούν οι πρόεδροι, που ασκούν τα διδακτικά τους καθήκοντα πλημμελώς μέσα από παρωχημένα συγγράμματα και σημειώσεις γιατί ποτέ δεν μπήκε κανείς στον κόπο να τους ελέγξει, που οι επιστημονικές τους εργασίες είναι προϊόντα λογοκλοπής και δεν τιμωρήθηκαν ποτέ για αυτό.»… «Και τελικά είναι αυτά τα φαινόμενα που, αν και δεν είναι (ελπίζω) ο κανόνας, καταπιέζουν τους άξιους (διδάσκοντες ή διδασκόμενους) και τους αναγκάζουν να μεταναστεύουν στο εξωτερικό.»
Η κ. Αγγελική Μπρισνόβαλη (μέλος ΕΕΔΙΠ) τονίζει την σημαντικότητα της κατάστασης λέγοντας πως «έχουμε «προσβληθεί» καιρό τώρα και νοσούμε, όσοι δεν το αντιλαμβανόμαστε θα υπολογιστούμε ως φορείς της νόσου και μέρος του προβλήματος, και μέσα από κάποια έξοχη «βιοδιεργασία», είτε θα καταρρίψουμε το οικοδόμημα συθέμελα, είτε θα αυτό-ιαθούμε μέσω κάθαρσης.»
Μια ακόμα παράμετρος που τροφοδοτεί τον γενικότερο προβληματισμό είναι αυτή που προκύπτει από το κείμενο που μοιράζεται μαζί μας ο κ. Φίλιππος Αζαριάδης (Επίκουρος Καθηγητής – μέλος ΔΕΠ) από το βιβλίο κοινωνιολογίας «Εισαγωγή στην Επιστήμη της Κοινωνιολογίας», (Ν. Κουλουγλιώτης, Σύγχρονη Εκδοτική, 1995) και αφορά την υπερπληθώρα φοιτητών στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Το κείμενο είναι εισηγητική έκθεση για το νομοθετικό διάταγμα 4379/1964 (εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964. Κυβέρνηση Ένωσης Κέντρου 1964), με πρωθυπουργό και υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου.
“Η χώρα μας έχει ανάγκην επιστημόνων υψηλού επιπέδου εις μεγαλύτερον από τον υπάρχοντα σήμερον αριθμόν. Ούτε η πνευματική, ούτε η οικονομική μας πρόοδος θα πραγματοποιηθή με ταχύν ρυθμόν, εάν δεν αποκτήσωμεν περισσότερους και καλύτερους επιστήμονας. Δύο είναι αι αδύναμίαι, από τα οποίας πάσχει το σύστημα της Ανώτατης μας Εκπαιδεύσεως: Πρώτον τα ιδρύματά της ευρίσκονται συγκεντρωμένα εις τας δύο μεγάλας πόλεις της χώρας, τας Αθήνας και την Θεσσαλονίκην, ενώ η επαρχία στερείται εστιών πνευματικής ακτινοβολίας. Δεύτερον ο φοιτητικός πληθυσμός εις τοιούτον βαθμόν διογκώθή εις τα Πανεπιστήμιά μας, ώστε ούτε η διδακτική εργασία ούτε η διοίκησίς των είναι πλέον δυνατή και σύμφωνος προς τους στοιχειώδεις κανόνες της καλής λειτουργίας».
Σε αντιδιαστολή, το έτος 2011, το υπουργείο παιδείας της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου διενεργεί «δημοσκόπηση» από την οποία προκύπτει μεταξύ άλλων πως «Ένα 67% κρίνει ότι οι εισακτέοι στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας, είναι περισσότεροι από όσους «αντέχει» η χώρα.».
Τι μέλλει γενέσθαι;
Ο κ. Αζαριάδης βοηθάει στην ανασυγκρότηση της σκέψης με μια κινέζικη παροιμία που λέει πως «αν χάσεις τον προορισμό σου ψάξε να βρεις την πηγή σου».
Το ερώτημα για τον κ. Βοσινάκη είναι απλό: «θέλουμε να αφήσουμε την παραπάνω κατάσταση να διαιωνίζεται γιατί ίσως έτσι μας βολεύει, ή θέλουμε να την αλλάξουμε ώστε το πανεπιστήμιο να έχει μια ουσιαστικότερη συνεισφορά στην κοινωνία (από την οποία άλλωστε χρηματοδοτείται); Είναι η αυξημένη φοιτητική συμμετοχή και το άσυλο το πρόβλημα; Είναι μήπως η έλλειψη αξιολόγησης και λογοδοσίας; Η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού; Μήπως είναι το μοντέλο διοίκησης προβληματικό στο σύνολό του; Η υποχρηματοδότηση; Μπορεί να είναι όλα αυτά και πολλά παραπάνω. Το σίγουρο είναι ότι ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο κακός εαυτός μας. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να τον βρούμε – βρίσκεται μέσα μας και δίπλα μας και απέναντί μας. Ας τον κοιτάξουμε για πρώτη φορά κατάματα.»
Κατά την άποψη του κ. Μουλιανίτη, είναι μεν «καθήκον μας να εμποδίσουμε την πολιτική αυτή η οποία θα οδηγήσει μέσω της παιδείας σε πολίτες μαριονέτες οι οποίοι δεν θα διεκδικούν.»
Όπως προτείνει ο κ. Κουτσαμπάσης, «Έχουμε ευθύνη βέβαια να λέμε τη γνώμη μας και η διαμαρτυρία είναι ένας τρόπος γι αυτό. Αλλά έπειτα ας επιστρέψουμε στο πανεπιστήμιο και ας εργαστούμε σκληρότερα υπό τις όντως αντίξοες συνθήκες. Και ας κάνουμε την αυτοκριτική μας για την κρίση στην παιδεία – όλοι μας έχουμε κάποιο μερίδιο ευθύνης, ίσως μεγαλύτερο από τους πολιτικούς. Όλοι μπορούμε να προσφέρουμε περισσότερα.»
Είναι δε γεγονός, σύμφωνα με την κ. Μπρισνόβαλη , ότι «οι εκπαιδευτικοί είμαστε οι πρώτοι που μπορούμε να είμαστε μέρος της λύσης αλλά χωρίς αυτοκριτική και ανανέωση, αποτελούμε μόνο ένα από τα μεγαλύτερα μέρη του προβλήματος. Αν και η λύση δεν έρχεται από μία κατεύθυνση μόνο, και σίγουρα δεν είναι θεωρητική και ανώδυνη, οφείλουμε να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε περισσότερο, παρά να αντιδρούμε σαν αμοιβάδες.»… «δεν θα βγούμε χαμένοι αν δοκιμάσουμε να αμφισβητήσουμε την ορθότητα του συστήματος των προσωπικών ή και συλλογικών μας δοξασιών ώστε να επιτρέψουμε την δημιουργία νέων μοντέλων σκέψης και δράσης. Είναι αναπόφευκτο, είναι γύρω μας, μας πιέζει!»… «υπάρχει κίνδυνος να μας απομείνει μόνο η διαιωνιζόμενη ψευδαίσθηση του ατομικού κέρδους, υποβασταζόμενη από την απομόνωση και την καλλιέργεια της μετριότητας και της μετριοπάθειας στη χώρα και αυτό, είναι το αδιέξοδό μας, νοητό αλλά και συγκεκριμένο πια.»
Ένα άξιο τέλος σε αυτό το άρθρο είναι τα παρακάτω λόγια του κ. Ζαχαρόπουλου.
«Η ελεύθερη (κυρίως ανώτατη) εκπαίδευση στοχεύει στον ορθολογικό συνδυασμό άμεσα
αξιοποιήσιμης γνώσης αλλά και ανάπτυξης κριτικής σκέψης και ευαισθησίας για την γενικότερη
κατανόηση του κόσμου. Ειδικά στην εποχή μας απαιτείται η ανάπτυξη κριτηρίων που θα
διευκολύνουν την γρήγορη και δημιουργική προσαρμογή στις γρήγορα μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η ουσιαστική δια βίου μάθηση προκύπτει φυσιολογικά ως εσωτερική διεργασία στον άνθρωπο που έχει παιδευτεί μέσα σε ένα σύστημα που παρέχει ευρύτητα πεδίου, γνωστικές ικανότητες, καλλιέργεια της φαντασίας και ανάπτυξη αξιών. Η παιδεία είναι η διεργασία για να γίνουμε αυτό που είμαστε προορισμένοι να γίνουμε: να αποκτήσουμε μια νοοτροπία με χαρακτηριστικά την ελευθερία, την δικαιοσύνη, την ηρεμία, το μέτρο, την σοφία. Κυρίως την ελευθερία από την φυλακή της ημιμάθειας και στενομυαλιάς, την ελευθερία να αναζητούμε κριτικά την αλήθεια αλλά και την αρετή ώστε να μην καταλήξουμε κύμβαλα αλαλάζοντα.»