Τους τελευταίους μήνες από τα μέσα ενημέρωσεις και τις καθημερινές μας συζητήσεις, βομβαρδιζόμαστε ασταμάτητα από ανεξέλεγκτες εξελίξεις και ανεφάρμοστες λύσεις. Ίσως να αναρωτιούνται και άλλοι, αν τελικά υπάρχουν όντως αδιέξοδα στη δημοκρατία. Εκλογές θα ξαναπραγματοποιηθούν. Η ελπίδα όμως φαίνεται να μην διακινδυνεύεται από την απουσία τους, αλλά από τα πιθανά αποτελέσματά τους μιας και φαίνεται ότι μέρος της αλήθειας έχει καταδικαστεί στην αφάνεια ανεξαρτήτως κυβέρνησης. Αφορά στο γεγονός ότι τα προβλήματα της Ελληνικής κοινωνίας είναι μακρόβια, θεμελιώδη, αλλιλένδετα και πολύπλοκα. Για να λυθούν μόνιμα δεν απαιτείται μόνο περισσότερος χρόνος από τη διάρκεια μερικών κυβερνητικών θητειών αλλά και συλλογική προσπάθεια με ένα κοινό όραμα σε κάποιο βαθμό. Εκτιμώ ότι οι εκλογές στο προσεχές μέλλον θα μας προσφέρουν παροδικές λύσεις αναδιατάσοντας τα ελατώματά της πολιτικής μας πραγματικότητας σε καινούργιες δομές προσφέροντάς μας την ψευδαίσθηση της αλλαγής. Η πολυπλοκότητα αυτή φαίνεται και από τον πολιτικό μας χάρτη που αλλάζει δραστικά μη επηρεασμένος όμως από τη βάση της κοινωνίας αλλά την μικροκοινωνία του κοινοβουλίου. Εκεί, η αδυναμία των κομμάτων να επιβάλλουν τη συνοχή με το βούρδουλα όπως έκαναν τις τελευταίες δεκαετίες, επέτρεψε σε πλήθος φιλόδοξων πολιτικών να αποστασιοποιηθούν από τις κεντρικές πολιτικές γραμμές και να δημιουργήσουν περισσότερους μικρότερους πόλους έλξης. Ενώ λοιπόν η ενότητα φαίνεται να αποτελεί ένα σημαντικό κριτήριο επιτυχίας για μια κοινωνία, παραδόξως η απουσία της φαίνεται να μας οδηγεί σε μια γενική κατάσταση καλύτερη από εκείνη που έχουμε συνηθίσει.
Να είχα μια δεκάρα για κάθε φορά που έχω ακούσει ένα πολιτικό να κοκκορεύεται για το γεγονός ότι δουλεύει για ένα κόμμα από μικρό παιδί. Στην Ελλάδα (και σε αρκετές άλλες χώρες) αυτή η ενασχόληση, ήταν πάντοτε (και είναι ακόμα και σήμερα) προϋπόθεση για την κομματική αναρρίχηση και τη διεκδίκηση αξιωμάτων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός των κομμάτων που διαχειρίστηκαν τη χώρα κατά τη μεταπολίτευση και των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Για τα “κόμματα εξουσίας” όπως λέγονταν προ μνημονίου, η τυφλή υπακοή στο κόμμα δεν ήταν τίποτε άλλο από την διαφύλαξη όλου αυτού του “κόπου και του ιδρώτα” της κομματικής αναρρίχησης. Ο Έλληνας πολιτικός έχτισε πολιτική καριέρα αποφεύγοντας την κριτική και επαινόντας τα διαχρονικά λαϊκά αιτήματα προσεκτικά και ώς εκ τούτου κάθε κόμμα αποτελούσε και ένα οικοδόμημα με σαθρά ιδεολογικά θεμέλια. Με τον τρόπο αυτό το Ελληνικό κοινοβούλιο γέμισε δειλούς, ανεύθυνους υπάλληλους των κομματικών συμφερόντων που υπηρετήσανε την ατομική τους εξέλιξη και την κομματική γραμμή πάνω από το πραγματικό συμφέρον της χώρας (εκτός από λίγες εξαιρέσεις). Γιά τα κόμματα μέχρι σήμερα ήταν σημαντικότερο για ένα κομματόσκυλο να είναι υπάκουο από το να είναι σοφό. Έτσι, μέσα στο κοινοβούλιο, ουδέποτε υπήρξαν κοινοί στόχοι, κοινή προσπάθεια ή κοινή γνώση των προβλημάτων άρα ουδέποτε υπήρξε και οποιασδήποτε μορφής εννότητα. Η έννοια κοινοβούλιο στη δική μας περίπτωση, σήμερα ακούγεται σαν ανέκδοτο.
Δεν μπορεί να κρύψει κανείς τι χαρά του όταν επιτέλους βλέπει να διακόπτεται η μονοτονία των τελευταίων δεκαετιών στην εναλλαγή της εξουσίας και να έρχονται στην επιφάνεια καινούργιες δυνάμεις με την πρόθεση (κατά τα φαινόμενα) να εκφράσουν περισσότερες και μικρότερες μερίδες του πληθυσμού. Τα φαινόμενα όμως μπορεί και να απατούν (μπορεί και όχι). Δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο που να αποδίδει τη δημιουργία των νέων κομμάτων σε λόγους έκφρασης νέων ιδεών διότι προέρχονται από πρωτοβουλίες πολιτικών προσώπων που δεν τις εκφράσανε όταν είχαν τη δυνατότητα από θέσεις ισχύος. Ιδανικά, η βουλή θα έπρεπε να φρόντιζε να αναζητά και να παρακινεί την πολιτική έκφραση από κάθε συλλογική προσπάθεια κινηματικού χαρακτήρα (πόσο θα ήθελα μέλη των αγανακτισμένων να εκφράζουν νέες ιδέες μέσα στο κοινοβούλιο). Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε σταδιακά να επουλωθεί η εικόνα του κοινοβουλίου και να ακουστούν καινούργιες φωνές με ανθρώπινο λόγο και γυμνές από την κομματική πήξη. Δεν μπόρεσε όμως κανένα κόμμα να καπελώσει αυτές τις φωνές και έτσι στα νέα κινήματα δεν δόθηκε ποτέ σοβαρός χώρος και χρόνος προβολής.
Συμπερασματικά, η επικείμενη πολυφωνία στο κοινοβούλιο δεν θα πρέπει να κριθεί βάσει των επιφανειακών της εκφάνσεων αλλά σαν προϊόν πολιτικής αστάθειας και ιδιοτέλειας. Δημιουργήθηκε για τους λάθος λόγους από ανθρώπους που παρά τις μεγαλοστομίες τους έχουν αποδείξει και συνεχίζουν να επιδεικνύουν εμπράκτως την ιδιοτέλειά τους. Έτσι, δεν βοηθούν στην επίλυση των θεμελιωδών προβλημάτων της κοινωνίας. Αντιθέτως, εμποδίζουν αυτή τη διαδικασία.
Η εννότητα εκτός κοινοβουλίου έχει τελείως διαφορετική σημασία. Το περίφημο σύμπλεγμα εξουσίας (που λέγεται ότι εμπεριέχει τους σημαντικότερους παίκτες στον κλαδο των μέσων ενημέρωσης) φαίνεται να είναι αφοσιωμένο στην καλλιέργεια της διχώνιας. Παρά το συνεχώς αναπαραγώμενο απόφθεγμα, ότι δεν μπορούν να είναι όλοι ευχαριστημένοι, υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία που θα πρέπει να διατηρηθούν στην επιφάνεια της συνείδησής μας. Το ένα είναι ότι όσο και να εθελοτυφλούμε, είμαστε όντως όσο αλληλένδετοι είμασταν πάντα. Η ανθρωπότητα θέλει τους πολίτες αναμεμιγμένους έτσι ώστε να αφουγκράζονται πάντοτε την αλληλεξάρτησή τους. Το δεύτερο συστατικό είναι πως η μέχρι σήμερα ανεπάρκεια της εξουσίας (ή γενικά η εξουσία) εξαρτάται από το βαθμό διάσπασης της κοινωνίας.
Η ενότητα φαίνεται να είναι ένα ισχυρό υπερ-όπλο. Όποιος την καλλιεργήσει με οποιοδήποτε τρόπο, θα προσανατολίσει τη συλλογική δραστηριότητα ενός λαού σε όποια κατεύθυνση επιθυμεί. Σήμερα που η χώρα είναι τόσο διασπασμένη και αδύναμη, εύχομαι η ενότητα να προκύψει αγνά και σοφά από τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που κατάλαβε με το δύσκολο τρόπο τί σημαίνει εξουσία και θα πασχίσει να ανακαλύψει τα οικουμενικά μας χαρακτηριστικά, ως εκ τούτου επαναδιαμορφώνοντας την ταυτότητά μας. Διαφορετικά φοβάμαι όλους εκείνους τους φτωχούς λάτρεις της εξουσίας που έχουν τα εύκολα λόγια στο τσεπάκι.