Πρόσφατα, ένα δίλημμα μεταξύ ενός ‘ναι’ και ενός ‘όχι’ δίχασε τους Έλληνες ψηφοφόρους στον βαθμό που γνωστοί και φίλοι κονταροχτυπήθηκαν σε κάθε τους συνάθροιση. Εν μία νυκτί, άνθρωποι με δεκάδες προσωπικά προβλήματα στο νου τους, κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα περίπλοκο ερώτημα, χωρίς επαρκείς πληροφορίες και σε υπερβολικά σύντομο χρονικό διάστημα. Το φαινόμενο όμως που αναδύθηκε κυρίαρχο σε αυτή την έξαρση, ήταν η αδυναμία στον διάλογο και ο φανατισμός, η υπεράσπιση δηλαδή μιας θέσης έχοντας σαν αρχή αφορισμούς και δόγματα. Άνθρωποι με κάθε μορφωτικό επίπεδο στρατεύθηκαν με αμετακίνητη σιγουριά υπέρ ή κατά μιας θέσης σε χρονικό διάστημα σκανδαλωδώς υποπολλαπλάσιο του χρόνου που απαιτείται για πολύ πιο ασήμαντες αποφάσεις όπως η αγορά ενός αυτοκινήτου ή μιας τούρτας. Γιατί συνέβη αυτό; Τι δείχνει αυτό για τη συλλογική μας συνείδηση; Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;
Η πολιτική μας καταγωγή είναι δυσδιάκριτη στην καθημερινότητά γιατί όσο πιο βαθιά είναι ριζωμένη τόσο πιο οικεία μας είναι, τόσο πιο αδιάψευστη και θεμελιακή, τόσο πιο φυσική και ως εκ τούτου δεδομένη και ασυνείδητη, σαν το σχήμα του προσώπου μας και το χρώμα των ματιών μας. Ξεκινά από την οικογένειά μας, υπό τη μορφή ενός κώδικα συμπεριφοράς που δεν έχει σαν αρχή τις κομματικές κατευθύνσεις αλλά ένα αραχνοΰφαντο πλαίσιο αντιμετώπισης καταστάσεων που σχετίζονται με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Χάριν της κουβέντας ας ονομάσουμε αυτό το πλαίσιο ‘ηθικό κώδικα’. Έστω ότι ο ηθικός μας κώδικας είναι ένα δυναμικό (συνεχώς μεταβαλλόμενο) εξατομικευμένο φίλτρο ταξινόμησης του λόγου και της πράξης με κριτήριο το σωστό και το λάθος. Έστω ότι αποτελεί την αίσθηση του δικαίου μέσα μας. Διαμορφώνεται νωρίς και μας ακολουθεί όλη μας τη ζωή. Είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία οι αποφάσεις μας κτίζουν την προσωπικότητα μας και κατά προέκταση τη ζωή μας λιθαράκι-λιθαράκι. Χρησιμοποιούμε τον ηθικό μας κώδικα στο σχολείο, στον στρατό, στο επαγγελματικό περιβάλλον, στην επιλογή συντρόφου, στην επιλογή φίλων, στην ανατροφή των παιδιών κ.ο.κ.
Αν ο ηθικός μας κώδικας έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε μια πιθανή απειλή στην αποτελεσματικότητά του, δεν θα δημιουργούσε απλά ένα παροδικό δίλημμα αλλά μια βαθιά αίσθηση φόβου για την αποστολή μας στη ζωή, και αν ο φόβος είναι ένα ισχυρό αρχέγονο ένστικτο τότε είναι αναμενόμενο πως έχει τη δύναμη να κυριαρχεί εις βάρος της λογικής, της σύνεσης και της ψυχραιμίας που απαιτούνται σε ανάλογες με αυτήν περιστάσεις. Άλλωστε αυτές είναι αξίες, που απουσίαζαν πάντοτε από την ‘Ελληνική’ παιδεία από την εποχή που υπάρχει. (όχι όμως την Ελλαδική)
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συνέφερε κανέναν να πληροφορήσει παρά μόνο να πείσει. Φαίνεται πως από τα κόμματα και τα κανάλια, μέχρι τον τελευταίο συνάδελφο και συνοδοιπόρο, η ενστικτώδης αντίδραση ήταν η υπεράσπιση –με κάθε μέσο- του εκάστοτε οικείου χώρου που εξασφαλίζει μεθυστική σιγουριά, αντί της ανοικτής επικοινωνίας, της δημιουργικής αντιπαράθεσης και της ενωτικής διάθεσης που ενδεχομένως να είχε σαν συνέπεια την αποκάλυψη ομοιοτήτων και κοινών και ίσως την σύγκλιση του πληθυσμού.
Αυτό το μαζικό φαινόμενο οδήγησε την αλληλεπίδραση των ανθρώπων στην ενίσχυση των αντιθέσεων (εμείς και εσείς) στην υπέρ-απλούστευση των επιχειρημάτων και στην διάσπαση. Τι ‘χες Γιάννη; Τι ‘χα πάντα.
Η Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ενωμένη γιατί δεν υπήρχε ποτέ Ελλάδα. Η ‘Ελληνική’ ιστορία και η ‘Ελληνική’ ταυτότητα δεν ήταν ποτέ συμπαγής και δεδομένη γιατί δεν μπορεί να προσδιοριστεί ούτε γεωγραφικά, ούτε φυλετικά παρά μόνο, εν μέρει, γλωσσολογικά. Μια χώρα χωρίς ευδιάκριτη ταυτότητα γίνεται εύκολα ευάλωτη σε απειλές οποιασδήποτε μορφής και υπ’ αυτή την αρχή η συλλογική μας συνείδηση είναι οριακά ‘συλλογική’ και οριακά ‘συνείδηση’. Είναι μια αλήθεια πως μετά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους το 1822 (έγκριση του πρώτου Ελληνικού Συντάγματος), έγινε μια σοβαρή προσπάθεια συμβιβασμού της πολιτιστικής ποικιλίας με εργαλείο την (διαχρονικά αποτυχημένη) Εθνική παιδεία που έκανε εκείνο τον καιρό τα πρώτα της βήματα αλλά αν διαβάσει κανείς τα σύγχρονα σχολικά συγγράμματα και παρακολουθήσει το πρόγραμμα των νηπιαγωγείων και των δημοτικών της χώρας θα νιώσει (περισσότερο παρά θα σκεφθεί) πως η «Εθνική ταυτότητα» είναι ένα κωμικό μωσαϊκό από ιστορίες και ήρωες που πασχίζουν να σκιαγραφήσουν μια ενιαία ταυτότητα και να την ταυτίσουν με ένα πλήθος ανθρώπων που ζουν στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου.
Ως εκ τούτου, για να περιγράψουν την ‘Ελληνικότητα’ οι κάτοικοι θα επέλεγαν αναφορές από τον Δία, τον Περικλή και τον Μ. Αλέξανδρο, μέχρι τον Χριστό, το Βυζάντιο και τον Καποδίστρια. Συμπέρασμα: Όσες προσπάθειες και να έχουν γίνει για την ενοποίησή μας σε μια κοινωνία, δεν σταματήσαμε ποτέ να είμαστε μια συνάθροιση από κατοίκους που προσπαθούν να συμβιβάσουν τις ποικίλες πολιτιστικές τους καταβολές, να προστατέψουν τα ατομικά τους συμφέροντα και να υπερασπιστούν τις ατομικές τους πεποιθήσεις μέσα σε έναν νομικά κατοχυρωμένο γεωγραφικό χώρο που στον χάρτη ονομάζεται «Ελλάς». Για τον λόγο αυτό, ο «Έλλην» διπλοπαρκάρει, μπουκάρει στο καφενείο και γαυγίζει για την δικαιοσύνη και την ανομία. Γιατί μεταξύ των ατομικών του συμφερόντων και του δελτίου των 9, δεν υπάρχει ούτε κοινωνία, ούτε κοινότητα.
Αν υπήρχε και λειτουργούσε ουσιαστικά η έννοια της κοινωνίας και της κοινότητας, αυτό που ονομάζουμε ‘Ελλάδα’ θα ήταν κάτι διαφορετικό.
Πώς να αγαπήσεις μια χώρα όταν δεν σε συνδέει συνειδητά τίποτα με αυτή; Η ιστορία του γεωγραφικού μας χώρου είναι υπερβολικά πλούσια και περίπλοκη για να μπορέσει να αναμιχθεί εύκολα σε μια απλή αφήγηση. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι όσο το θέμα της ‘εθνικής ταυτότητας’ είναι αφηρημένο τόσο το μέλλον μας θα είναι ασταθές. Γιατί για να υπάρχει ομόνοια χρειάζεται ένα όλον και ένα πλήθος ανθρώπων που να πιστεύει μέσες-άκρες σε αυτό το όλον. Χρειάζεται η εθνική ταυτότητα; Πώς συνδέεται η κρίση ταυτότητας με τον παροξυσμό του πρόσφατου δημοψηφίσματος; Η ταυτότητα πηγάζει από την ιστορία και αν υπάρχουν ενιαία και αδιάψευστα στοιχεία που συνδέουν τον τόπο με τους ανθρώπους και την ιστορία του, υπάρχουν οι προοπτικές για την αποδοχή μιας συμπαγούς ταυτότητας. Αν υπάρχει και είναι λυτρωμένη από εχθρικά κατάλοιπα, φυλετικά κριτήρια και ιδεολογικές αγκυλώσεις τότε μπορεί να δυναμώνει και να ενοποιεί τους ανθρώπους. Υπάρχουν και κράτη χωρίς ισχυρή εθνική ταυτότητα που ευημερούν. Αυτή η ιδέα μπορεί να διατυπωθεί και διαφορετικά: Ένα κράτος μπορεί να διαθέτει ισχυρή συλλογική ταυτότητα χωρίς να είναι κατά προτεραιότητα Εθνική.
Σε αυτό το άρθρο, αυτό που προσπαθώ να υποστηρίξω, επιτυχημένα ή αποτυχημένα είναι κάτι δύσκολο και δύσπεπτο. Ότι η αβεβαιότητα της ‘εθνικής’ ταυτότητας μας δημιουργεί έναν συλλογικό φόβο που αντισταθμίζεται από τη θωράκιση των ατομικών μας συμφερόντων. Ο ίδιος φόβος, σε συνδυασμό με την υποδερμική βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται ποτέ να τα βρούμε, μας φορτίζει συναισθηματικά στον βαθμό που εμποδίζεται η ικανότητα του διαλόγου και η εξεύρεση κοινών σημείων αναφοράς. Κατά συνέπεια, είμαστε επιρρεπείς στη διάσπαση και την υποταγή.
Πώς θα ήμασταν σαν σύνολο εάν μας συνέδεε μια διαφορετική αφήγηση; Πως θα ήταν η σημαία μας αν κυριαρχούσαν βαρύτερα χαρακτηριστικά της ιστορίας όπως το ότι είμαστε ένα από τα αρχαιότερα κράτη στον πλανήτη που δεν ορίζεται από γεωγραφικά σύνορα αλλά την γλώσσα, τη φαντασία και την επιστήμη; Πως θα ήταν ο εθνικός μας ύμνος εάν αποδεχόμασταν ότι η Ελλάδα δεν είναι ένα κράτος αλλά ένα διακριτό πνευματικό κληροδότημα που ζει ανά τον κόσμο μέσα σε καρδιές και όχι μέσα σε γεωγραφικά σύνορα; Φυσικά και σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχε ένα κέντρο, ένας γεωγραφικός προσδιορισμός που όμως δεν θα μπορούσε να είναι περιορισμένος σε συγκεκριμένες πόλεις, ούτε ιστορικά προσδιορισμένος απόλυτα βάσει συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Πως θα ένοιωθαν οι κάτοικοι του τόπου γνωρίζοντας πως από τη γέννησή τους, για ιστορικούς λόγους είναι πολίτες του κόσμου και για να είναι φορείς της ιστορικής συνέχειας δεν χρειάζεται να κάνουν το σταυρό τους και να πηγαίνουν να υπηρετήσουν στον στρατό αλλά αποστολή τους θα ήταν η διασπορά της γλώσσας, ο εμπλουτισμός του κόσμου με φαντασία και ευρηματικότητα, η προαγωγή της ανεκτικότητας και της αυτογνωσίας τόσο σε προσωπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο; Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικά της ιστορίας του τόπου; Γιατί θα πρέπει να κάνουμε έκπτωση στους συμβολισμούς που μας εκφράζουν μόνο και μόνο για να ανήκουμε στο ίδιο σύστημα προσδιορισμού που χρειάστηκαν όλα τα άλλα νεώτερα κράτη προκειμένου να ενισχύσουν τη συλλογική τους συνείδηση;
Η ιδέα που πρεσβεύω με αυτό το άρθρο είναι πως η συλλογική μας συνείδηση μπορεί να ενισχυθεί στον μέγιστο βαθμό εφόσον επιλέξουμε να αποδεχθούμε εναγκαλιστούμε με μια πιο ευρύχωρη αλήθεια : ότι η πολυδαίδαλη ιστορία μας χωρά τα πάντα, από τους δώδεκα θεούς μέχρι την ορθοδοξία, από τη δημοκρατία μέχρι την τυραννία, από την ακραία βαρβαρότητα μέχρι την απόλυτη φιλευσπλαχνία. Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα ήταν η Μέκκα του δυτικού πολιτισμού και θα ήταν υπό προστασία στον αιώνα τον άπαντα.
Ύστερα, τα εφήμερα ‘ναι’ και ‘όχι’ θα ήταν ασήμαντα αλλά και γραφικά, ίσως να μην υπήρχε σύγκρουση και φόβος γιατί στη θέση όλων αυτών θα υπήρχε κάτι πολύ μεγαλύτερο και ιερότερο. Η βεβαιότητα πως δεν μπορεί να υπάρχει απειλή όταν η περιουσία των ανθρώπων βρίσκεται στην καρδιά και τα πνεύμα τους, κατοχυρωμένη από την ιστορία.
Χρειάζεται μια πολιτιστική επανάσταση που θα μετατοπίσει τις αξίες και τα ιδεώδη μας ούτως ώστε να χαρακτηρίζονται από την οικουμενικότητα, τη διαχρονικότητα και την πιστότητα που τους πρέπει. Αυτό θα είναι όμως το περιεχόμενο μιας άλλης σκέψης.
Σπύρος Χαμένος
Δυο τρεις σκόρπιες σκέψεις θα ήθελα να σου αναφέρω, Πάνο, αρκετά συμβατικές, αλλά αυτός είναι ο τρόπος σκέψης μου, τι να κάνω;
Με βάση λοιπόν τη συμβατική λογική μου, δεν βλέπω τη σχέση εθνικής ταυτότητας και διαφωνίας στο θέμα του δημοψηφίσματος. Θα συμφωνήσω στο θέμα της εθνικής ταυτότητας, αν και πιστεύω ότι τα στοιχεία που θα έπρεπε να την απαρτίζουν είναι άλλα, ήτοι ορθόδοξη θρησκεία και βυζαντινή παράδοση ακόμη και πάνω από τη γλώσσα (θυμήσου ότι κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας όποιος γινόταν μουσουλμάνος, τούρκευε, ενώ οι περισσότεροι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμιούς). Η εθνική ταυτότητα όμως, αν δεχτούμε ότι δεν είναι κάποιο δημιούργημα της αστικής κοινωνίας, σίγουρα ενισχύεται και παίρνει την τελική της μορφή από τους διανοούμενους του κάθε έθνους. Δυστυχώς οι Έλληνες διανοούμενοι δεν τα κατάφεραν, επειδή κι αυτοί είχαν ένα απίστευτα μπλεγμένο κουβάρι στο μυαλό τους που δεν ξεμπερδευόταν με τίποτα. Γιατί; Επειδή για λόγους εθνικούς, έπρεπε να δηλώσουμε απευθείας απόγονοι του Περικλή, του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και να αγνοήσουμε οτιδήποτε άλλο. Μην ξεχνάς ότι ακόμη και τώρα, όταν ρωτάμε τι πρόσφερε η Ελλάδα στην ανθρωπότητα, αγνοούμε όχι μόνο την χριστιανική γραμματεία, ή οτιδήποτε έδωσε το Βυζάντιο, αλλά και αυτούς ακόμα τους Ελύτη, Σεφέρη, Καβάφη, Καζαντζάκη, Καστοριάδη, Παπανικολάου, Μαρία Κάλας, Αγγελόπουλο και τόσους άλλους σύγχρονους που έχουμε ακούσει χίλιες φορές κι αρχίζουμε πάλι με τις δημοκρατίες, τους Παρθενώνες και οτιδήποτε έχει ηλικία άνω του 5ου π.Χ. αιώνα. Αλλά ας μην το παρακάνω με το θέμα της εθνικής ταυτότητας. Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι εγώ προσωπικά δεν βρίσκω σύνδεση εθνικής ταυτότητας και έλλειψης διαλόγου στο δημοψήφισμα. Νομίζω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, το θέμα είναι ταξικό κι αυτό ήταν αρκετά ξεκάθαρο από τον τρόπο που ψήφισε ο καθένας. Και μέχρι τώρα οι τάξεις ήταν κάτι απολύτως σχετικό, οι εργάτες είχαν το σπίτι τους, το αυτοκίνητο τους, διακοπές στη θάλασσα και φροντιστήρια για τα παιδιά, ήταν πιο μικροαστοί από τους μικροαστούς. Τώρα όμως αρχίζουν να σχηματίζονται πραγματικά τάξεις, οι εργάτες αρχίζουν να καταδικάζονται στο να μην μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά τους ό,τι η μεσαία τάξη και η μεσαία τάξη πιέζεται αφόρητα για να συρρικνωθεί. Όταν αρχίζει να μπαίνει θέμα επιβίωσης ή και αφαίρεσης της ελπίδας για τα παιδιά σου, τότε ο διάλογος μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Αν και θα έλεγα ότι αυτή τη φορά υπήρξε πολύ περισσότερος διάλογος από ότι πριν από 6 χρόνια, τότε που οι διαφωνίες σε θέματα πολιτικής άγγιζαν τις συζητήσεις για θέματα ποδοσφαίρου (“σας κερδίσαμε”, φώναζε ο νεοδημοκράτης στον πασοκτσή στο καφενείο).
Όσον αφορά το αν η απειλή θα εξαφανίζονταν αν ο ο άνθρωπος ήξερε ότι η περιουσία του βρίσκεται στην καρδιά και στο πνεύμα του, σίγουρα έχεις δίκιο. Και πάλι όμως δεν βρίσκω τη σχέση με την εθνική συνείδηση, ενώ έχω και τις ενστάσεις μου. Ξέρεις, πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα προτιμούν την υλική περιουσία, και όσο πας να τους την αγγίξεις, θα αντιδρούν. Και είναι συνήθως οι ισχυρότεροι αυτοί που οδηγούν στην ρήξη, όχι επειδή είναι πιο αγκιστρωμένοι στα υλικά αγαθά, όσο για το ότι απλά είναι αυτοί που μπορούν. Όσο λοιπόν υπάρχει ανισότητα, αναπόφευκτα θα υπάρχει και κόντρα, επειδή κάποιοι άνθρωποι θα την επιδιώκουν με στόχο να μην χάσουν τα υλικά τους αγαθά, που θα θέτουν οι ίδιοι ψηλότερα από το πνευματικά.
Κλείνω λέγοντας ότι η πολιτιστική επανάσταση είναι απαραίτητη, όπως όμως απαραίτητη ήταν και το 1990. Αλλλά πρόκειται για μια διαδικασία πολύ δύσκολη, πολύ χρονοβόρα, πολύ βαρετή. Ο νέος, επειδή ο νέος θα την κάνει την επανάσταση, όχι εμείς οι αρτηριοσκληρωτικοί μεσήλικες ή οι σοφότεροι ίσως, αλλά κουρασμένοι και με μερικά δικά τους προσωπικά κολλήματα, αποτέλεσμα των βιωμάτων τους, γεροντότεροι, ο νέος λοιπόν θέλει δράση. Θέλει να γίνουν τώρα τα πράγματα. Αλλά τώρα, δυστυχώς, δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα τίποτα παραπάνω από μία βίαιη διαδήλωση που θα τους κάνει ήρωες για μια βραδιά, επειδή για να παραχθεί πολιτισμός που θα μπορεί να τους κάνει ήρωες ακόμη και σε βάθος χρόνου, θα έπρεπε να υπάρχει κάτι πάνω στο οποίο να πατήσουν. Και κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, πρέπει αυτοί να το δημιουργήσουν. Και μάλιστα, στις τόσο δυσμενείς συνθήκες που τους προσφέρουμε, και δεν αναφέρομαι φυσικά μόνο στα οικονομικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρώ ότι και αυτά δεν έχουν την αξία τους.