Με περισσή ανικανότητα, τα θέματα της κοινωνίας μας αντιμετωπίζονται από την πολιτική εξουσία επιπόλαια και οι πολίτες, υπερασπίζονται τα ομαδικά τους συμφέροντα απέναντι στις εκάστοτε κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Η δράση των πολιτικών και η αντίδραση των πολιτών στη σύγχρονη μορφή της είναι μια μέθοδος συνδιάλεξης, παρούσα όσο οι αποφάσεις των ηγετών στερούνται σοφίας. Η χρονοβόρα καθημερινότητά όμως, και το συνεχώς αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των πολιτών και των κέντρων αποφάσεων αφήνει μόνο λίγη ενέργεια για ενασχόληση με τα κοινά και τον ζυγό να κλίνει προς την αντίδραση εις βάρος της δράσης. Τι θα γινόταν εάν έκλινε προς τη δράση;
Όταν προσπαθεί κανείς να χαρτογραφήσει τα χαρακτηριστικά της δράσης και της αντίδρασης ή να εντοπίσει διαφορές μεταξύ τους αφενός αναγκαστικά θεωρητικολογεί, αφετέρου κινδυνεύει να χάσει το δρόμο του σε ένα νοηματικό και γλωσσολογικό λαβύρινθο γιατί πολλές φορές η αντίδραση εμπεριέχει τη δράση και αντίστροφα. Ας αποδεχθούμε όμως πως στην περίπτωση της σχέσης μας με το κράτος, η αντίδραση είναι η απάντηση μας σε μια κρατική ενέργεια ενώ δράση, οι δικές μας ενέργειες στις οποίες αναγκάζεται να απαντήσει το κράτος.
Παραδείγματα αντιδράσεων είναι ορατά καθημερινά γιατί είναι ο τρόπος που επικοινωνούμε με το κράτος (αλλά ενίοτε και το κράτος με τον εαυτό του). Παραδείγματα δράσεων ωστόσο, μπορούν να θεωρηθούν: η πρωτοβουλία των κατοίκων των Εξαρχείων να διαμορφώσουν κοινόχρηστο πάρκο στην οδό Ναυαρίνου και Ζωοδόχου Πηγής, εκεί που το κράτος είχε σκοπό να δομήσει άλλο ένα κτήριο, η πρωτοβουλία ποδηλατών στην Αθήνα να συσπειρωθούν και να εκδράμουν κάθε εβδομάδα διασχίζοντας την πόλη ή η πρωτοβουλία κατοίκων της Σύρου να συζητούν και να διεκδικούν λύσεις μέσα από τη Λαϊκή συνέλευση.
Η πρακτική της δράσης, επιτέλους γεννήθηκε μετά από έναν δύσκολο τοκετό. Είναι τόσο ανακουφιστικό να βλέπεις ανθρώπους να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους! Είναι εξίσου ανακουφιστικό να ζει κανείς καταστάσεις όπου υπάρχει λιγότερο κράτος, κι ας είναι ένα από τα ζητούμενα του Φιλελευθερισμού.
Ομάδες ξεπηδάνε σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας, επενδύουν χρόνο, αναζητούν λύσεις και ασκούν πιέσεις. Ως νεογέννητη όμως, η πρακτική αυτή φαίνεται ακόμα ακαλλιέργητη.
Δεδομένου ότι ο διάλογος με τους πολίτες έχει παρακμάσει σαν μεθοδολογία που στοχεύει στη σύνθεση πολιτικής, η αντίδραση σήμερα προκύπτει όταν το κράτος δρα φέρνοντας τους πολίτες αντιμέτωπους με τετελεσμένες αποφάσεις. Η ανάγκη τότε είναι να διακοπούν αυτές οι αποφάσεις και αυτό είναι μια συλλογική διάθεση που εξωτερικεύεται μέσω της ομαδικής αντίδρασης (πορείες, παραστάσεις διαμαρτυρίας κλπ.) ως το μοναδικό άμεσο εργαλείο, ικανό να αντισταθμίσει την κάθε απειλή.
Η ιδιότυπη σχέση του κράτους και των πολιτών μεταξύ εκλογικών αναμετρήσεων είναι βασισμένη στην αντίδραση. Το κράτος, τα ΜΑΤ και τα ΜΜΕ είναι ολοκληρωτικά προσανατολισμένα στην πρόκληση, την καταστολή και την προβολή της αντίστοιχα, σε καθημερινή βάση. Ίσως όμως η αναποτελεσματικότητα του κράτους να παράξει έργο, να συσχετίζεται με την αναποτελεσματικότητα της πλειοψηφίας των πολιτών να προσανατολίσουν λίγη από την ενεργητικότητά τους στη δράση.
Μέχρι σήμερα, η κυρίαρχη δραστική έκφραση της πολιτικής στην Ελληνική κοινωνία ήταν οι εκλογές. Μέχρι και στις εκλογές όμως, έχει διαδοθεί η ψήφος ως μέσο αντίδρασης ενάντια στην εκάστοτε προηγούμενη σαθρή πολιτική. Επίσης, μετά τις εκλογές, μερικοί εκλεγμένοι πολιτικοί ανοίγουν σαμπάνιες και ύστερα ανταλλάσουν τις ψήφους που πήραν με την εξυπηρέτηση διαφόρων ψηφοφόρων που τους βοήθησαν στην εκλογή τους. Όσο οι ενέργειές τους δεν προκαλούν αντιδράσεις πορεύονται τρεμάμενοι αλλά γαντζωμένοι στην εξουσία με το ιδιοτελές όραμα, να μείνουν στην ιστορία σαν δημιουργοί έργου, σπεύδοντας όμως να καταστείλουν οποιαδήποτε κριτική και αντίδραση με χρήση ψυχολογικής (ακόμα και προσβλητικά για τη νοημοσύνη των πολιτών) ή σωματικής βίας.
Η καθημερινότητα αντλεί από τους πολίτες, ζωτική ενέργεια μέρος της οποίας θα συντελούσε στην ενασχόληση με κοινωφελείς δράσεις. Η πραγματικότητα αυτή, τους καθιστά παθητικούς δέκτες των εξελίξεων. Η μεταπολιτευτική περίοδος όμως δεν μπορεί παρά να έχει αποδείξει πως δεν μπορεί να υπάρξει αρμονία στην κοινωνία που θα επιτύχουν μόνοι τους οι πολιτικοί φορείς, χωρίς την πίεση και την συμμετοχή των πολιτών, οι οποίοι μπορούν να είναι ελεγκτές της εφαρμοζόμενης πολιτικής αλλά και συνεργάτες στο σχεδιασμό της. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα είναι πιθανό να συντελούσε η αντιστροφή των ρόλων του κράτους και της κοινωνίας ως φορείς της δράσης. Μια τέτοια τάση θα προσανατόλιζε το κράτος στο ρόλο του δέκτη των εξελίξεων αλλά και τον εξαναγκασμό του στην αντιμετώπιση θετικών αποτελεσμάτων και ορθών πρακτικών προερχόμενων από τη βάση της κοινωνίας. Η ανταλλαγή επιτυχημένων παραδειγμάτων μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων που υπάρχουν στη χώρα είναι πρακτική που παρακάμπτει τους κρατικούς μηχανισμούς και επιδρά στη ρίζα των προβλημάτων. Επίσης, σε αυτή την περίπτωση απουσιάζει το στοιχείο της τυφλής κρατικής επιβολής το οποίο αντικαθίσταται από την κοινότητα που ενημερώνεται, αξιολογεί και επιλέγει με δικούς του μηχανισμούς και αντιστοιχεί προβλήματα με λύσεις.
Φαίνεται σίγουρο πως αν η κοινωνία δεν είναι ικανή να συσπειρώνεται και να επιλύει προβλήματα, οι πολιτικοί δεν θα γίνουν ποτέ ικανότεροι για τον απλό λόγο ότι προέρχονται από την αυτή. Η κοινωνία, είναι πολυπληθέστερη, πιο κοντά στα προβλήματα και επανδρωμένη με αστείρευτη δυναμική και γνώση. Καλούμαστε όμως σήμερα να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία που μας δίνεται, να υπερβούμε επειγόντως την υστέρηση σε θάρρος, ομαδικότητα και αλληλοσεβασμό, έτσι ώστε να μετουσιώσουμε την απόγνωση που εγκατέστησε μέσα μας η πολιτική εξουσία σε δράσεις που θα την αναγκάζουν να συναινεί.